- πρόδοσις
- πρόδοσιςpayment beforehandfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόδοσις — όσεως, ἡ, Α [προδίδωμι] 1. το πρόδομα* («δωρειὰς καὶ προδόσεις δοὺς ἑκάστῳ αὐτῶν μεγάλας», Δημοσθ.) 2. η προδοσία («οἷς ἂν προδόσεως αἰτίαν ἐπιφέρων τις εἰς δικαστήριον ἄγη», Πλάτ.) 3. φρ. «προδόσει πίνειν» πίνω με πίστωση … Dictionary of Greek
προδόσει — πρόδοσις payment beforehand fem nom/voc/acc dual (attic epic) προδόσεϊ , πρόδοσις payment beforehand fem dat sg (epic) πρόδοσις payment beforehand fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδόσεις — πρόδοσις payment beforehand fem nom/voc pl (attic epic) πρόδοσις payment beforehand fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδοσιν — πρόδοσις payment beforehand fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδόσεως — προδόσεω̆ς , πρόδοσις payment beforehand fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)